Επίθετο στα λιθουανικά
Μετάφραση: επίθετο, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
būdvardis, pavardė, būdvardžiu, Adjective, kimonò būdvardis
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επίθετο
επίθετο ενεργός, επίθετο πολύς ασκήσεις, επίθετο στα αγγλικά, επίθετο πολύς-πολλή-πολύ, επίθετο γραμματική, επίθετο λεξικό γλώσσας λιθουανικά, επίθετο στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- επίδραση στα λιθουανικά - poveikis, poveikį, poveikio, efektas, efektą
- επίθεση στα λιθουανικά - užpuolimas, ataka, išprievartavimas, užpulti, smūgiavęs, priepuolis, išpuolių, ...
- επίκαιρος στα λιθουανικά - aktualus, aktuali, aktualūs, aktualios, vietiškai
- επίκληση στα λιθουανικά - maldavimas, pritaikymo, meldimas, rėmimasis, invokacija
Τυχαίες λέξεις
Επίθετο στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: būdvardis, pavardė, būdvardžiu, Adjective, kimonò būdvardis
Μεταφράσεις: būdvardis, pavardė, būdvardžiu, Adjective, kimonò būdvardis