Επίθετο στα δανικά

Μετάφραση: επίθετο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tillægsord, efternavn, adjektiv, adjektivet, tillægsordet, Benævnelsen
Επίθετο στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επίθετο

επίθετο ενεργός, επίθετο πολύς ασκήσεις, επίθετο στα αγγλικά, επίθετο πολύς-πολλή-πολύ, επίθετο γραμματική, επίθετο λεξικό γλώσσας δανικά, επίθετο στα δανικά

Μεταφράσεις

  • επίδραση στα δανικά - effekt, virkning, kraft, effekten, virkningen
  • επίθεση στα δανικά - angreb, angribe, angriber, samme angreb, angrebet, Attack
  • επίκαιρος στα δανικά - aktuel, aktuelt, topisk, aktuelle, lokal
  • επίκληση στα δανικά - påkaldelse, påberåbelse, aktivering, aktiveringen, invokation
Τυχαίες λέξεις
Επίθετο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tillægsord, efternavn, adjektiv, adjektivet, tillægsordet, Benævnelsen