Επιθεωρητής στα βουλγαρικά
Μετάφραση: επιθεωρητής, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
инспектор, инспектор на, инспекторът, инспектора
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιθεωρητής
επιθεωρητής ανυψωτικών μηχανημάτων, επιθεωρητής ρεξ, επιθεωρητής δημόσιας διοίκησης λέανδρος ρακιντζής, επιθεωρητής rex, επιθεωρητής κλουζώ, επιθεωρητής λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, επιθεωρητής στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- επιθετικός στα βουλγαρικά - агресивен, агресивна, агресивно, агресивни, агресивната
- επιθετικότητα στα βουλγαρικά - нападение, агресивност, агресивността, агресия, агресивност на, агресивността на
- επιθεωρώ στα βουλγαρικά - инспектира, инспектират, проверява, запознаят, се запознаят
- επιθεώρηση στα βουλγαρικά - инспекция, проверка, инспекцията, инспекционен, инспекции
Τυχαίες λέξεις
Επιθεωρητής στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: инспектор, инспектор на, инспекторът, инспектора
Μεταφράσεις: инспектор, инспектор на, инспекторът, инспектора