Επιθεωρητής στα πολωνικά

Μετάφραση: επιθεωρητής, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wizytator, inspirator, lustrator, kontroler, inspektor, inspektora, inspektorem, inspector
Επιθεωρητής στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιθεωρητής

επιθεωρητής ανυψωτικών μηχανημάτων, επιθεωρητής ρεξ, επιθεωρητής δημόσιας διοίκησης λέανδρος ρακιντζής, επιθεωρητής rex, επιθεωρητής κλουζώ, επιθεωρητής λεξικό γλώσσας πολωνικά, επιθεωρητής στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • επιθετικός στα πολωνικά - wojowniczy, bojowy, przymiotnikowy, napastliwy, agresywny, agresywne, agresywna, ...
  • επιθετικότητα στα πολωνικά - agresywność, agresja, agresywności, pobudzenie lub agresywność, napastliwość
  • επιθεωρώ στα πολωνικά - wizytować, obchodzić, dozorować, oglądać, kontrolować, skontrolować, badać, ...
  • επιθεώρηση στα πολωνικά - hospitacja, dozorowanie, dozór, dopust, lustracja, nawiedzenie, wizytacja, ...
Τυχαίες λέξεις
Επιθεωρητής στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: wizytator, inspirator, lustrator, kontroler, inspektor, inspektora, inspektorem, inspector