Επιθεωρητής στα δανικά
Μετάφραση: επιθεωρητής, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
inspektør, inspektøren
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιθεωρητής
επιθεωρητής ανυψωτικών μηχανημάτων, επιθεωρητής ρεξ, επιθεωρητής δημόσιας διοίκησης λέανδρος ρακιντζής, επιθεωρητής rex, επιθεωρητής κλουζώ, επιθεωρητής λεξικό γλώσσας δανικά, επιθεωρητής στα δανικά
Μεταφράσεις
- επιθετικός στα δανικά - aggressiv, aggressive, aggressivt, en aggressiv
- επιθετικότητα στα δανικά - aggressivitet, aggressiviteten, aggression, aggressive
- επιθεωρώ στα δανικά - inspicere, kontrollere, undersøge, inspektion, at inspicere
- επιθεώρηση στα δανικά - kontrol, inspektion, eftersyn, inspektionen, kontrollen
Τυχαίες λέξεις
Επιθεωρητής στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: inspektør, inspektøren
Μεταφράσεις: inspektør, inspektøren