Επιθεωρητής στα ουκρανικά
Μετάφραση: επιθεωρητής, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
інспекції, інспектор, инспектор, інспектора
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιθεωρητής
επιθεωρητής ανυψωτικών μηχανημάτων, επιθεωρητής ρεξ, επιθεωρητής δημόσιας διοίκησης λέανδρος ρακιντζής, επιθεωρητής rex, επιθεωρητής κλουζώ, επιθεωρητής λεξικό γλώσσας ουκρανικά, επιθεωρητής στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- επιθετικός στα ουκρανικά - воюючий, агресивний, агресивна, агресивне, агресивніший, агресивного
- επιθετικότητα στα ουκρανικά - агресія, агресивність, напад
- επιθεωρώ στα ουκρανικά - безтурботний, безжурний, байдужний, перевіряти, перевірятимуть, перевірятиме, перевірити
- επιθεώρηση στα ουκρανικά - перелітний, інспектування, огляд
Τυχαίες λέξεις
Επιθεωρητής στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: інспекції, інспектор, инспектор, інспектора
Μεταφράσεις: інспекції, інспектор, инспектор, інспектора