Επιθεωρητής στα λευκορωσικά

Μετάφραση: επιθεωρητής, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
інспектар, інспэктар
Επιθεωρητής στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιθεωρητής

επιθεωρητής ανυψωτικών μηχανημάτων, επιθεωρητής ρεξ, επιθεωρητής δημόσιας διοίκησης λέανδρος ρακιντζής, επιθεωρητής rex, επιθεωρητής κλουζώ, επιθεωρητής λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, επιθεωρητής στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • επιθετικός στα λευκορωσικά - агрэсіўны, агрэсіўнае, агрэсіўная
  • επιθετικότητα στα λευκορωσικά - агрэсіўнасць, агрэсіўнасьць
  • επιθεωρώ στα λευκορωσικά - правяраць
  • επιθεώρηση στα λευκορωσικά - агляд, дагляд
Τυχαίες λέξεις
Επιθεωρητής στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: інспектар, інспэктар