Επισυνάπτω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: επισυνάπτω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
прилагам, приложете, приложат, приложи, приложите
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επισυνάπτω
επισυνάπτω στα γαλλικα, επισυνάπτω στα αγγλικά, επισυνάπτω σημασία, επισυνάπτω το βιογραφικό μου σημείωμα, επισυνάπτω αγγλικα, επισυνάπτω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, επισυνάπτω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- επιστόμιο στα βουλγαρικά - мундщук, мундщука, говорител, на мундщука
- επιστύλιο στα βουλγαρικά - архитрав, орнамент над врата или прозорец
- επισφαλής στα βουλγαρικά - шапки, несигурен, несигурни, несигурна, несигурно, ненадежден
- επισύρω στα βουλγαρικά - понесат, понася, понесе, дължи, поема
Τυχαίες λέξεις
Επισυνάπτω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: прилагам, приложете, приложат, приложи, приложите
Μεταφράσεις: прилагам, приложете, приложат, приложи, приложите