Επισυνάπτω στα δανικά
Μετάφραση: επισυνάπτω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
befæste, vedlægge, omslutte, vedlægges, vedlægger, omslutter
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επισυνάπτω
επισυνάπτω στα γαλλικα, επισυνάπτω στα αγγλικά, επισυνάπτω σημασία, επισυνάπτω το βιογραφικό μου σημείωμα, επισυνάπτω αγγλικα, επισυνάπτω λεξικό γλώσσας δανικά, επισυνάπτω στα δανικά
Μεταφράσεις
- επιστόμιο στα δανικά - mundstykke, mundstykket, talerør
- επιστύλιο στα δανικά - arkitrav, Arkitraven, gerigt, indfatningen, indfatning
- επισφαλής στα δανικά - farlig, usikker, usikre, usikkert, utilstrækkeligt fastgjort, utryg
- επισύρω στα δανικά - tiltrække, trække, tegne, pådrage sig, pådrage, ifalde, er tilhængere, ...
Τυχαίες λέξεις
Επισυνάπτω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: befæste, vedlægge, omslutte, vedlægges, vedlægger, omslutter
Μεταφράσεις: befæste, vedlægge, omslutte, vedlægges, vedlægger, omslutter