Επισυνάπτω στα ολλανδικά
Μετάφραση: επισυνάπτω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanhechten, omsluiten, insluiten, voegen, bijvoegen, te voegen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επισυνάπτω
επισυνάπτω στα γαλλικα, επισυνάπτω στα αγγλικά, επισυνάπτω σημασία, επισυνάπτω το βιογραφικό μου σημείωμα, επισυνάπτω αγγλικα, επισυνάπτω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, επισυνάπτω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- επιστόμιο στα ολλανδικά - mondstuk, spreekbuis, het mondstuk, woordvoerder
- επιστύλιο στα ολλανδικά - architrave, architraaf, de architraaf, een architraaf, architraven
- επισφαλής στα ολλανδικά - hachelijk, gevaarlijk, wankel, onzeker, precair, onveilig, onzekere, ...
- επισύρω στα ολλανδικά - toelachen, tappen, rukken, trekken, uittekenen, beschrijven, aanlokken, ...
Τυχαίες λέξεις
Επισυνάπτω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: aanhechten, omsluiten, insluiten, voegen, bijvoegen, te voegen
Μεταφράσεις: aanhechten, omsluiten, insluiten, voegen, bijvoegen, te voegen