Επόπτης στα βουλγαρικά
Μετάφραση: επόπτης, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
инспектор, ръководител, контрольор, началник, надзорник, на надзорник
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επόπτης
επόπτης δημόσιας υγείας, επόπτης ασφαλείας πισίνας, επόπτης εργασίας καρδίτσα, επόπτης ασφαλείας, επόπτησ καθαριότητασ, επόπτης λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, επόπτης στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- επωφελούμαι στα βουλγαρικά - Взимам, вземам, да взема, ли да, аз се
- επόμενος στα βουλγαρικά - до, следващата, следващия, следващото, следваща
- επώαση στα βουλγαρικά - мътене, инкубация, инкубиране, инкубационен, инкубацията, инкубирането
- ερασιτέχνης στα βουλγαρικά - любителски, аматьор, любител, аматьорски, любителска
Τυχαίες λέξεις
Επόπτης στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: инспектор, ръководител, контрольор, началник, надзорник, на надзорник
Μεταφράσεις: инспектор, ръководител, контрольор, началник, надзорник, на надзорник