Επόπτης στα ισλανδικά
Μετάφραση: επόπτης, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
umsjónarmaður, Leiðbeinandi, leiðbeinanda, Umsjónarkennari, umsjónarkennara
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επόπτης
επόπτης δημόσιας υγείας, επόπτης ασφαλείας πισίνας, επόπτης εργασίας καρδίτσα, επόπτης ασφαλείας, επόπτησ καθαριότητασ, επόπτης λεξικό γλώσσας ισλανδικά, επόπτης στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- επωφελούμαι στα ισλανδικά - gæði, ég tek, ég að taka, ég taka, ég tekið, tek ég
- επόμενος στα ισλανδικά - næst, næstur, næsta, hliðina, næstu, við hliðina, á næsta
- επώαση στα ισλανδικά - meðgöngutími, inkubering, inkúberingar, inkúberingu, inkúberíngu
- ερασιτέχνης στα ισλανδικά - áhugamaður, Áhugamenn, Áhugaspilari, Fullorðin, flokknum
Τυχαίες λέξεις
Επόπτης στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: umsjónarmaður, Leiðbeinandi, leiðbeinanda, Umsjónarkennari, umsjónarkennara
Μεταφράσεις: umsjónarmaður, Leiðbeinandi, leiðbeinanda, Umsjónarkennari, umsjónarkennara