Επόπτης στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: επόπτης, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
супервизор, претпоставен, надзорникот, надзорник, надзор
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επόπτης
επόπτης δημόσιας υγείας, επόπτης ασφαλείας πισίνας, επόπτης εργασίας καρδίτσα, επόπτης ασφαλείας, επόπτησ καθαριότητασ, επόπτης λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, επόπτης στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- επωφελούμαι στα σλαβομακεδονικά - И јас земам, земам, јас се, И јас земам уште, јас земам
- επόμενος στα σλαβομακεδονικά - следниот, следната, следните, следното, наредните
- επώαση στα σλαβομακεδονικά - инкубација, на инкубација, инкубацијата, инкубациски, Инкубациониот
- ερασιτέχνης στα σλαβομακεδονικά - аматер, аматерски, аматери, аматерска, аматерските
Τυχαίες λέξεις
Επόπτης στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: супервизор, претпоставен, надзорникот, надзорник, надзор
Μεταφράσεις: супервизор, претпоставен, надзорникот, надзорник, надзор