Επόπτης στα σουηδικά
Μετάφραση: επόπτης, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
handledare, handledaren, tillsynsmyndigheten, tillsynsmannen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επόπτης
επόπτης δημόσιας υγείας, επόπτης ασφαλείας πισίνας, επόπτης εργασίας καρδίτσα, επόπτης ασφαλείας, επόπτησ καθαριότητασ, επόπτης λεξικό γλώσσας σουηδικά, επόπτης στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- επωφελούμαι στα σουηδικά - förmån, gagn, jag tar, tar jag
- επόμενος στα σουηδικά - härnäst, följande, nästa, bredvid, intill, kommande, leverans nästa
- επώαση στα σουηδικά - inkubation, inkubering, inkubationen, inkuberingen, inkubationstid
- ερασιτέχνης στα σουηδικά - amatör, amatörer, amatören, amatörmässiga
Τυχαίες λέξεις
Επόπτης στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: handledare, handledaren, tillsynsmyndigheten, tillsynsmannen
Μεταφράσεις: handledare, handledaren, tillsynsmyndigheten, tillsynsmannen