Επόπτης στα ουκρανικά
Μετάφραση: επόπτης, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
доглядач, інспектор, наглядач, контролер, інспекції, керівник
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επόπτης
επόπτης δημόσιας υγείας, επόπτης ασφαλείας πισίνας, επόπτης εργασίας καρδίτσα, επόπτης ασφαλείας, επόπτησ καθαριότητασ, επόπτης λεξικό γλώσσας ουκρανικά, επόπτης στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- επωφελούμαι στα ουκρανικά - користь, допомога, вигода, Я
- επόμενος στα ουκρανικά - знову, наступний, майбутній, наступне, потім, наступного, такий
- επώαση στα ουκρανικά - виводок, розводити, виводитися, виводитись, виношувати, насічка, штрихування, ...
- ερασιτέχνης στα ουκρανικά - любитель, аматор, аматорський, дилетант
Τυχαίες λέξεις
Επόπτης στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: доглядач, інспектор, наглядач, контролер, інспекції, керівник
Μεταφράσεις: доглядач, інспектор, наглядач, контролер, інспекції, керівник