Επόπτης στα λιθουανικά
Μετάφραση: επόπτης, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vadovas, priežiūros, priežiūros institucija, prižiūrėtojas, s priežiūros
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επόπτης
επόπτης δημόσιας υγείας, επόπτης ασφαλείας πισίνας, επόπτης εργασίας καρδίτσα, επόπτης ασφαλείας, επόπτησ καθαριότητασ, επόπτης λεξικό γλώσσας λιθουανικά, επόπτης στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- επωφελούμαι στα λιθουανικά - aš, manau, galiu manyti, Norėčiau pasinaudoti
- επόμενος στα λιθουανικά - šis, kitas, šalia, kitais, Kitą, sekančią
- επώαση στα λιθουανικά - inkubacija, inkubacijos, inkubacinis, inkubavimo, inkubavimas
- ερασιτέχνης στα λιθουανικά - mėgėjas, mėgėjų, amateur, mėgėjišką, mėgėjiška
Τυχαίες λέξεις
Επόπτης στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: vadovas, priežiūros, priežiūros institucija, prižiūrėtojas, s priežiūros
Μεταφράσεις: vadovas, priežiūros, priežiūros institucija, prižiūrėtojas, s priežiūros