Επόπτης στα ουγγρικά
Μετάφραση: επόπτης, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felügyelő, felügyeleti, témavezető, supervisor, felügyeleti hatóság
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επόπτης
επόπτης δημόσιας υγείας, επόπτης ασφαλείας πισίνας, επόπτης εργασίας καρδίτσα, επόπτης ασφαλείας, επόπτησ καθαριότητασ, επόπτης λεξικό γλώσσας ουγγρικά, επόπτης στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- επωφελούμαι στα ουγγρικά - veszem, veszek, Gondolom
- επόμενος στα ουγγρικά - legközelebbi, következő, mellett, jövő, Tovább gombra, a Tovább gombra
- επώαση στα ουγγρικά - keltetés, inkubáció, lappangás, kiköltés, inkubációs, inkubálás, inkubálást, ...
- ερασιτέχνης στα ουγγρικά - dilettáns, amatőr, az amatőr, amateur, amatõr, amatőrök
Τυχαίες λέξεις
Επόπτης στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: felügyelő, felügyeleti, témavezető, supervisor, felügyeleti hatóság
Μεταφράσεις: felügyelő, felügyeleti, témavezető, supervisor, felügyeleti hatóság