Επόπτης στα εσθονικά

Μετάφραση: επόπτης, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kubjas, inspektor, ülevaataja, järelvaataja, juhendaja, järelevalvaja, järelevaataja, järelevalvajale, järelevalve eest
Επόπτης στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επόπτης

επόπτης δημόσιας υγείας, επόπτης ασφαλείας πισίνας, επόπτης εργασίας καρδίτσα, επόπτης ασφαλείας, επόπτησ καθαριότητασ, επόπτης λεξικό γλώσσας εσθονικά, επόπτης στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • επωφελούμαι στα εσθονικά - kasu, toetus, ma võtan, võtan, leian, ma arvan
  • επόμενος στα εσθονικά - edasi, järgmine, järgmisel, järgmise, kõrval, järgmisele
  • επώαση στα εσθονικά - viirutus, haudumine, inkubatsioon, inkubatsiooni, inkubeerimist, inkubeerimise, inkubeerimine
  • ερασιτέχνης στα εσθονικά - diletant, asjaarmastaja, amatöör, diletantlik, Amateur, amatööride
Τυχαίες λέξεις
Επόπτης στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kubjas, inspektor, ülevaataja, järelvaataja, juhendaja, järelevalvaja, järelevaataja, järelevalvajale, järelevalve eest