Επόπτης στα ολλανδικά
Μετάφραση: επόπτης, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opzichter, inspecteur, directeur, Toezichthouder, supervisor, Toezichthouder voor, promotor
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επόπτης
επόπτης δημόσιας υγείας, επόπτης ασφαλείας πισίνας, επόπτης εργασίας καρδίτσα, επόπτης ασφαλείας, επόπτησ καθαριότητασ, επόπτης λεξικό γλώσσας ολλανδικά, επόπτης στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- επωφελούμαι στα ολλανδικά - voordeel, pré, ik neem, ik, neem ik, ben ik
- επόμενος στα ολλανδικά - volgend, eerstvolgend, eerstkomend, naast, aanstaand, volgende, komende, ...
- επώαση στα ολλανδικά - broeden, incubatie, incuberen, incubatietijd, de incubatie, incubatie van
- ερασιτέχνης στα ολλανδικά - liefhebber, dilettant, knutselaar, amateur, amateurs
Τυχαίες λέξεις
Επόπτης στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: opzichter, inspecteur, directeur, Toezichthouder, supervisor, Toezichthouder voor, promotor
Μεταφράσεις: opzichter, inspecteur, directeur, Toezichthouder, supervisor, Toezichthouder voor, promotor