Επόπτης στα δανικά
Μετάφραση: επόπτης, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
vejleder, supervisor, Tilsynsførende, Tilsynsførende for, projektlederen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επόπτης
επόπτης δημόσιας υγείας, επόπτης ασφαλείας πισίνας, επόπτης εργασίας καρδίτσα, επόπτης ασφαλείας, επόπτησ καθαριότητασ, επόπτης λεξικό γλώσσας δανικά, επόπτης στα δανικά
Μεταφράσεις
- επωφελούμαι στα δανικά - fordel, jeg, I
- επόμενος στα δανικά - derefter, derpå, næste, siden, ved siden, ud, Desuden
- επώαση στα δανικά - inkubation, inkubering, inkubationen, inkuberingen, inkubationstid
- ερασιτέχνης στα δανικά - amatør, Amateur, Amator, denne amator, amatører
Τυχαίες λέξεις
Επόπτης στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: vejleder, supervisor, Tilsynsførende, Tilsynsførende for, projektlederen
Μεταφράσεις: vejleder, supervisor, Tilsynsførende, Tilsynsførende for, projektlederen