Θηλυπρεπής στα βουλγαρικά

Μετάφραση: θηλυπρεπής, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
женствен, мекушав, женствени, женствено, женственото
Θηλυπρεπής στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: θηλυπρεπής

θηλυπρεπής λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, θηλυπρεπής στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • θηλιά στα βουλγαρικά - примка, клуп, ласо, хомот, впримчвам
  • θηλυκός στα βουλγαρικά - женска, женски, жена, женската, женско
  • θημωνιά στα βουλγαρικά - купчина, куп, стак, стека, стака
  • θηριοτροφείο στα βουλγαρικά - менажерия, нюанси, менажерията, менажерията си
Τυχαίες λέξεις
Θηλυπρεπής στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: женствен, мекушав, женствени, женствено, женственото