Θηλυπρεπής στα γερμανικά
Μετάφραση: θηλυπρεπής, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unmännlich, weibisch, verweichlicht, weichlich, verweichlichten, effeminate
![Θηλυπρεπής στα γερμανικά Θηλυπρεπής στα γερμανικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-gr-de-3887.png)
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θηλυπρεπής
θηλυπρεπής λεξικό γλώσσας γερμανικά, θηλυπρεπής στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- θηλιά στα γερμανικά - looping, schleife, öse, kreislauf, schlinge, schlaufe, Schlinge, ...
- θηλυκός στα γερμανικά - weibchen, weib, frau, weiblich, buchse, Weibchen, Frau, ...
- θημωνιά στα γερμανικά - heuschober, heuhaufen, Stapel, Stack, Stapels
- θηριοτροφείο στα γερμανικά - menagerie, Menagerie
Τυχαίες λέξεις
Θηλυπρεπής στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: unmännlich, weibisch, verweichlicht, weichlich, verweichlichten, effeminate
Μεταφράσεις: unmännlich, weibisch, verweichlicht, weichlich, verweichlichten, effeminate