Θηλυπρεπής στα τούρκικα
Μετάφραση: θηλυπρεπής, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kadınsı, efemine, effeminate, feminin, kadınsı bir
![Θηλυπρεπής στα τούρκικα Θηλυπρεπής στα τούρκικα](https://www.dictionaries24.com/images/gr-gr-tr-3887.png)
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θηλυπρεπής
θηλυπρεπής λεξικό γλώσσας τούρκικα, θηλυπρεπής στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- θηλιά στα τούρκικα - ilmik, kement, ilmek, noose, darağacında
- θηλυκός στα τούρκικα - kadın, Bayan, bir kadın, dişi, kız
- θημωνιά στα τούρκικα - yığın, yığını, yığınının, istif, baca
- θηριοτροφείο στα τούρκικα - hayvanat bahçesi, menagerie, bahçesi, The Menagerie, bir hayvanat bahçesi
Τυχαίες λέξεις
Θηλυπρεπής στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kadınsı, efemine, effeminate, feminin, kadınsı bir
Μεταφράσεις: kadınsı, efemine, effeminate, feminin, kadınsı bir