Θηλυπρεπής στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: θηλυπρεπής, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
женствен
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θηλυπρεπής
θηλυπρεπής λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, θηλυπρεπής στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- θηλιά στα σλαβομακεδονικά - јамката, клуп, јамка, ласо, јамка околу вратот
- θηλυκός στα σλαβομακεδονικά - женски, жени, жена, женските, женска
- θημωνιά στα σλαβομακεδονικά - магацинот, стек, оџак, оџакот, магацинот за
- θηριοτροφείο στα σλαβομακεδονικά - менажерија
Τυχαίες λέξεις
Θηλυπρεπής στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: женствен
Μεταφράσεις: женствен