Θηλυπρεπής στα δανικά
Μετάφραση: θηλυπρεπής, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
feminin, kvindagtig, feminine, kvindagtige, blødagtig
![Θηλυπρεπής στα δανικά Θηλυπρεπής στα δανικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-gr-dk-3887.png)
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θηλυπρεπής
θηλυπρεπής λεξικό γλώσσας δανικά, θηλυπρεπής στα δανικά
Μεταφράσεις
- θηλιά στα δανικά - løkke, løkken
- θηλυκός στα δανικά - kvinde, kvindelige, kvindelig, hun, kvinder
- θημωνιά στα δανικά - stack, stak, stakken, stabel, stablen
- θηριοτροφείο στα δανικά - menageri, menageriet, menagerie, mylderet, manege
Τυχαίες λέξεις
Θηλυπρεπής στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: feminin, kvindagtig, feminine, kvindagtige, blødagtig
Μεταφράσεις: feminin, kvindagtig, feminine, kvindagtige, blødagtig