Θηλυπρεπής στα λιθουανικά
Μετάφραση: θηλυπρεπής, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išlepęs, moteriškas, Izlutināts, Effeminate, Išlepinti
![Θηλυπρεπής στα λιθουανικά Θηλυπρεπής στα λιθουανικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-gr-lt-3887.png)
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θηλυπρεπής
θηλυπρεπής λεξικό γλώσσας λιθουανικά, θηλυπρεπής στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- θηλιά στα λιθουανικά - kilpa, įvilioti į spąstus, kilpavirvė, narinti, nerti kilpą
- θηλυκός στα λιθουανικά - moteris, patelė, Panelių, moterys, moterų
- θημωνιά στα λιθουανικά - kaminas, stekas, krūva, rietuvė, Stack
- θηριοτροφείο στα λιθουανικά - žvėrynas, Menagerie, Menażeria, Zvērnīca
Τυχαίες λέξεις
Θηλυπρεπής στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: išlepęs, moteriškas, Izlutināts, Effeminate, Išlepinti
Μεταφράσεις: išlepęs, moteriškas, Izlutināts, Effeminate, Išlepinti