Θηλυπρεπής στα πολωνικά

Μετάφραση: θηλυπρεπής, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niemęski, tchórzliwy, słaby, zniewieściały, effeminate, zniewieściałym, zniewieściali, zniewieściałego
Θηλυπρεπής στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: θηλυπρεπής

θηλυπρεπής λεξικό γλώσσας πολωνικά, θηλυπρεπής στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • θηλιά στα πολωνικά - zwitka, pętelka, kokarda, podwiązać, zapętlenie, pętla, obwód, ...
  • θηλυκός στα πολωνικά - samica, żeński, kobieta, kobiecy, obejmujący, samiczy, female, ...
  • θημωνιά στα πολωνικά - stóg, bróg, stos, komin, sterta, stosu
  • θηριοτροφείο στα πολωνικά - menażeria, menażerii, menażerię, menażerią, menagerie
Τυχαίες λέξεις
Θηλυπρεπής στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: niemęski, tchórzliwy, słaby, zniewieściały, effeminate, zniewieściałym, zniewieściali, zniewieściałego