Καταρρέω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: καταρρέω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разрушение, леяр, се апарат за формоване, плеснявам, загнивам, западам
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταρρέω
καταρρέω ετυμολογία, καταρρέω αγγλικα, καταρρέω συνωνυμο, καταρρέω english, καταρρέω παπακωνσταντίνου, καταρρέω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, καταρρέω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- καταριέμαι στα βουλγαρικά - проклятие, проклятието, проклетия, клетва
- καταρράκτης στα βουλγαρικά - водопад, катаракт, перде, катаракта, на катаракта
- καταρρακτώδης στα βουλγαρικά - пороен, проливен, проливни, поройни, проливните
- καταρροή στα βουλγαρικά - простуда, хрема, катар, катар на
Τυχαίες λέξεις
Καταρρέω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: разрушение, леяр, се апарат за формоване, плеснявам, загнивам, западам
Μεταφράσεις: разрушение, леяр, се апарат за формоване, плеснявам, загнивам, западам