Καταρρέω στα εσθονικά
Μετάφραση: καταρρέω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
krahh, langus, kollaps, valaja, Mölder, molder, vormija, kõdunema
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταρρέω
καταρρέω ετυμολογία, καταρρέω αγγλικα, καταρρέω συνωνυμο, καταρρέω english, καταρρέω παπακωνσταντίνου, καταρρέω λεξικό γλώσσας εσθονικά, καταρρέω στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- καταριέμαι στα εσθονικά - needma, vanduma, vandesõna, needus, needuse, needuseks, needusest, ...
- καταρράκτης στα εσθονικά - lahjendatud, läätsekae, kataraktide, katarakti, katarakt, kae
- καταρρακτώδης στα εσθονικά - valinguline, valingulised, Ryöppyävä, vihmavalingute, paduvihmast
- καταρροή στα εσθονικά - katarr, põletiku, katarri, Limaskesta põletik, põletiku puhul
Τυχαίες λέξεις
Καταρρέω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: krahh, langus, kollaps, valaja, Mölder, molder, vormija, kõdunema
Μεταφράσεις: krahh, langus, kollaps, valaja, Mölder, molder, vormija, kõdunema