Καταρρέω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: καταρρέω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
фармоўшчык, фармоўшчыка
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταρρέω
καταρρέω ετυμολογία, καταρρέω αγγλικα, καταρρέω συνωνυμο, καταρρέω english, καταρρέω παπακωνσταντίνου, καταρρέω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, καταρρέω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- καταριέμαι στα λευκορωσικά - праклён, пракляцьце, пракляцце, заклён
- καταρράκτης στα λευκορωσικά - катаракта
- καταρρακτώδης στα λευκορωσικά - праліўны
- καταρροή στα λευκορωσικά - катар, катар будзе, Катару, Катару ў
Τυχαίες λέξεις
Καταρρέω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: фармоўшчык, фармоўшчыка
Μεταφράσεις: фармоўшчык, фармоўшчыка