Καταρρέω στα ιταλικά

Μετάφραση: καταρρέω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
crollo, fallimento, crisi, collasso, crollare, sgretolarsi, Molder, stampatore, modellatore, Addetto alla modanatura
Καταρρέω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καταρρέω

καταρρέω ετυμολογία, καταρρέω αγγλικα, καταρρέω συνωνυμο, καταρρέω english, καταρρέω παπακωνσταντίνου, καταρρέω λεξικό γλώσσας ιταλικά, καταρρέω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • καταριέμαι στα ιταλικά - imprecazione, imprecare, bestemmiare, maledizione, la maledizione, curse, bestemmia
  • καταρράκτης στα ιταλικά - cascata, cataratta, della cataratta, di cataratta, la cataratta, cateratta
  • καταρρακτώδης στα ιταλικά - torrenziale, torrenziali, torrentizio, torrential, alluvionali
  • καταρροή στα ιταλικά - catarro, il catarro, catarri, catarrh, di catarro
Τυχαίες λέξεις
Καταρρέω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: crollo, fallimento, crisi, collasso, crollare, sgretolarsi, Molder, stampatore, modellatore, Addetto alla modanatura