Καταρρέω στα λιθουανικά

Μετάφραση: καταρρέω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dūlėti, liejikas, irti, krikti, drunyti
Καταρρέω στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καταρρέω

καταρρέω ετυμολογία, καταρρέω αγγλικα, καταρρέω συνωνυμο, καταρρέω english, καταρρέω παπακωνσταντίνου, καταρρέω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, καταρρέω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • καταριέμαι στα λιθουανικά - bartis, prakeikimas, prakeiksmas, prakeikimu, prakeikimą, prakeikti
  • καταρράκτης στα λιθουανικά - krioklys, katarakta, kataraktos, ir kataraktos, kataraktą
  • καταρρακτώδης στα λιθουανικά - smarkus, liūtys, sraunus, Nevaldāms, Dabartinis greita srautu
  • καταρροή στα λιθουανικά - kataras, persišaldymas, karštinės
Τυχαίες λέξεις
Καταρρέω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: dūlėti, liejikas, irti, krikti, drunyti