Καταρρέω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: καταρρέω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
colapso, crise, moldador, modelador, Molder, moldador por, moldador de
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταρρέω
καταρρέω ετυμολογία, καταρρέω αγγλικα, καταρρέω συνωνυμο, καταρρέω english, καταρρέω παπακωνσταντίνου, καταρρέω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, καταρρέω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- καταριέμαι στα πορτογαλικά - amaldiçoar, maldizer, caril, maldição, praga, curse, a maldição
- καταρράκτης στα πορτογαλικά - cascatas, cachoeira, aguar, cascata, catarata, de catarata, cataratas, ...
- καταρρακτώδης στα πορτογαλικά - torrencial, torrenciais, torrential, caudaloso
- καταρροή στα πορτογαλικά - catarro, o catarro, catarros, catarrh, constipação
Τυχαίες λέξεις
Καταρρέω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: colapso, crise, moldador, modelador, Molder, moldador por, moldador de
Μεταφράσεις: colapso, crise, moldador, modelador, Molder, moldador por, moldador de