Καταρρέω στα δανικά

Μετάφραση: καταρρέω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
molder
Καταρρέω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καταρρέω

καταρρέω ετυμολογία, καταρρέω αγγλικα, καταρρέω συνωνυμο, καταρρέω english, καταρρέω παπακωνσταντίνου, καταρρέω λεξικό γλώσσας δανικά, καταρρέω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • καταριέμαι στα δανικά - forbandelse, forbandelsen, forbande
  • καταρράκτης στα δανικά - vandfald, katarakt, grå stær, for grå stær, cataract, af grå stær
  • καταρρακτώδης στα δανικά - voldsomme, rivende, voldsom, de voldsomme, styrtende
  • καταρροή στα δανικά - katar, katarrh, catarrh, snue
Τυχαίες λέξεις
Καταρρέω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: molder