Καταρρέω στα τούρκικα
Μετάφραση: καταρρέω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çökme, kalıpçı, şekillendirici, molder, bir kalıpçı, biçimlendirici
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταρρέω
καταρρέω ετυμολογία, καταρρέω αγγλικα, καταρρέω συνωνυμο, καταρρέω english, καταρρέω παπακωνσταντίνου, καταρρέω λεξικό γλώσσας τούρκικα, καταρρέω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- καταριέμαι στα τούρκικα - sövmek, beddua, lanet, laneti, küfür, curse, lanettir
- καταρράκτης στα τούρκικα - çağlayan, katarakt
- καταρρακτώδης στα τούρκικα - şiddetli, sağanak, sel, sel gibi, torrential
- καταρροή στα τούρκικα - nezle, catarrh
Τυχαίες λέξεις
Καταρρέω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: çökme, kalıpçı, şekillendirici, molder, bir kalıpçı, biçimlendirici
Μεταφράσεις: çökme, kalıpçı, şekillendirici, molder, bir kalıpçı, biçimlendirici