Κατασταλαγμένος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: κατασταλαγμένος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
избистреният, избистрения, прочистеният, Прояснената, избистрената
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατασταλαγμένος
κατασταλαγμένος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κατασταλαγμένος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- κατασπαταλώ στα βουλγαρικά - пропилян, губи, загуба на, загубата, загубено
- καταστέλλω στα βουλγαρικά - ограничавам, потискам, сдържам, подтискам, възпирам
- καταστατικό στα βουλγαρικά - устав, учредителен, устава на, учредителен договор
- καταστολή στα βουλγαρικά - потискане, репресии, репресия, репресиите, потушаването
Τυχαίες λέξεις
Κατασταλαγμένος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: избистреният, избистрения, прочистеният, Прояснената, избистрената
Μεταφράσεις: избистреният, избистрения, прочистеният, Прояснената, избистрената