Κατασταλαγμένος στα δανικά

Μετάφραση: κατασταλαγμένος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
det klarede, den klarede, den klargjorte, den klare, af det klarede
Κατασταλαγμένος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατασταλαγμένος

κατασταλαγμένος λεξικό γλώσσας δανικά, κατασταλαγμένος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κατασπαταλώ στα δανικά - spildt, brændt, spilde, til spilde, spildte
  • καταστέλλω στα δανικά - undertrykke, undertrykker, at undertrykke, fortrænge, repressere
  • καταστατικό στα δανικά - vedtægter, vedtægterne, vedtægternes, i vedtægterne, vedtægtsændringer
  • καταστολή στα δανικά - undertrykkelse, undertrykkelsen, repression, undertrykkelse af
Τυχαίες λέξεις
Κατασταλαγμένος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: det klarede, den klarede, den klargjorte, den klare, af det klarede