Κατασταλαγμένος στα λευκορωσικά
Μετάφραση: κατασταλαγμένος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
растлумачыў, патлумачыў
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατασταλαγμένος
κατασταλαγμένος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, κατασταλαγμένος στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- κατασπαταλώ στα λευκορωσικά - марна, дарэмна, ўпустую
- καταστέλλω στα λευκορωσικά - хаваць, душыць, падаўляць, прыгнятаць
- καταστατικό στα λευκορωσικά - статут, стаміўшыся, Статут Арганiзацыi Аб'яднаных, Устав, Статут Арганiзацыi
- καταστολή στα λευκορωσικά - падаўленне, прыгнечанне, падаўленьне, прымусовавае падаўленне, ўціск
Τυχαίες λέξεις
Κατασταλαγμένος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: растлумачыў, патлумачыў
Μεταφράσεις: растлумачыў, патлумачыў