Κατασταλαγμένος στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: κατασταλαγμένος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
прочистена
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατασταλαγμένος
κατασταλαγμένος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, κατασταλαγμένος στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- κατασπαταλώ στα σλαβομακεδονικά - потроши, залудно потрошени, потрошено, изгубен, потрошени
- καταστέλλω στα σλαβομακεδονικά - задушат, поттиснува, репресираат, потиснат, потиснување
- καταστατικό στα σλαβομακεδονικά - Статути, устава, на статутот, статутот, статут
- καταστολή στα σλαβομακεδονικά - репресија, репресијата, репресии, сузбивање, репресиите
Τυχαίες λέξεις
Κατασταλαγμένος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: прочистена
Μεταφράσεις: прочистена