Κατασταλαγμένος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: κατασταλαγμένος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
o, a, do, da, no
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατασταλαγμένος
κατασταλαγμένος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κατασταλαγμένος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- κατασπαταλώ στα πορτογαλικά - dilapidar, barulho, desperdiçado, desperdiçada, desperdiçados, perdido, desperdício
- καταστέλλω στα πορτογαλικά - estrangular, sufocar, suprima, abafar, supor, reprimir, reprimir a, ...
- καταστατικό στα πορτογαλικά - estatutos, artigos de associação, dos estatutos, contrato de sociedade, estatutárias
- καταστολή στα πορτογαλικά - repressão, a repressão, de repressão, da repressão, recalque
Τυχαίες λέξεις
Κατασταλαγμένος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: o, a, do, da, no
Μεταφράσεις: o, a, do, da, no