Κατασταλαγμένος στα τούρκικα
Μετάφραση: κατασταλαγμένος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
açıklık, açıkladı, açıklığa, açıklanmıştır, berraklaştırılmış
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατασταλαγμένος
κατασταλαγμένος λεξικό γλώσσας τούρκικα, κατασταλαγμένος στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- κατασπαταλώ στα τούρκικα - boşa, israf, harcanan, ziyan, heba
- καταστέλλω στα τούρκικα - bastırmak, bastırma, bastırmaya, bastırmakta, bastıran
- καταστατικό στα τούρκικα - kiralamak, Şirket sözleşmesi, ana sözleşmesi, Ana sözleşmede, esas sözleşmeye, esas sözleşmede
- καταστολή στα τούρκικα - baskı, bastırma, baskısı, baskılar, baskının
Τυχαίες λέξεις
Κατασταλαγμένος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: açıklık, açıkladı, açıklığa, açıklanmıştır, berraklaştırılmış
Μεταφράσεις: açıklık, açıkladı, açıklığa, açıklanmıştır, berraklaştırılmış