Κορεσμός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: κορεσμός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
излишество, насищане, насищането, на насищане, наситеност, сатурация
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κορεσμός
κορεσμός ρήμα, κορεσμός οξυγόνου φυσιολογικές τιμές, κορεσμός τρανσφερρίνης, κορεσμος συνώνυμα, κορεσμός χρώματος, κορεσμός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κορεσμός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- κορδέλα στα βουλγαρικά - панделка, лента, лентата, ленти, фолио
- κορδόνι στα βουλγαρικά - връв, шнур, корда, кабел, мозък
- κορμοράνος στα βουλγαρικά - корморан, кормораните, от корморани, с кормораните, популациите от корморани
- κορμοστασιά στα βουλγαρικά - форма, равновесие, Изграждане, Изградете, Създай, Билд, Build
Τυχαίες λέξεις
Κορεσμός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: излишество, насищане, насищането, на насищане, наситеност, сатурация
Μεταφράσεις: излишество, насищане, насищането, на насищане, наситеност, сатурация