Κορεσμός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: κορεσμός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
saturação, saturação de, de saturação, a saturação, saturação da
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κορεσμός
κορεσμός ρήμα, κορεσμός οξυγόνου φυσιολογικές τιμές, κορεσμός τρανσφερρίνης, κορεσμος συνώνυμα, κορεσμός χρώματος, κορεσμός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κορεσμός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- κορδέλα στα πορτογαλικά - fita, medalha, faixa, banda, costela, reforço, tira, ...
- κορδόνι στα πορτογαλικά - cabo, corda, cordão, cabo de, fio
- κορμοράνος στα πορτογαλικά - cormorão, Cormorant, corvo marinho
- κορμοστασιά στα πορτογαλικά - mostrar, situar, edificar, abalançar, salientar, configuração, erigir, ...
Τυχαίες λέξεις
Κορεσμός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: saturação, saturação de, de saturação, a saturação, saturação da
Μεταφράσεις: saturação, saturação de, de saturação, a saturação, saturação da