Κορεσμός στα δανικά

Μετάφραση: κορεσμός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
mætning, farvemætning, mætningen, mættet, saturation
Κορεσμός στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κορεσμός

κορεσμός ρήμα, κορεσμός οξυγόνου φυσιολογικές τιμές, κορεσμός τρανσφερρίνης, κορεσμος συνώνυμα, κορεσμός χρώματος, κορεσμός λεξικό γλώσσας δανικά, κορεσμός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κορδέλα στα δανικά - bånd, farvebånd, båndet, ribbon, farvebåndet
  • κορδόνι στα δανικά - reb, snor, ledning, ledningen, kablet, snoren
  • κορμοράνος στα δανικά - skarv, skarven, skarver, cormorant, af skarver
  • κορμοστασιά στα δανικά - bygge, konstruere, Byg, opbygge, Build, Opbyg
Τυχαίες λέξεις
Κορεσμός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: mætning, farvemætning, mætningen, mættet, saturation