Κορεσμός στα εσθονικά
Μετάφραση: κορεσμός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ülesöömine, üleküllastus, küllastus, küllastumine, küllastuse, küllastumise, küllastust
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κορεσμός
κορεσμός ρήμα, κορεσμός οξυγόνου φυσιολογικές τιμές, κορεσμός τρανσφερρίνης, κορεσμος συνώνυμα, κορεσμός χρώματος, κορεσμός λεξικό γλώσσας εσθονικά, κορεσμός στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- κορδέλα στα εσθονικά - pael, lint, lindi, paela, lindiga, ribbon
- κορδόνι στα εσθονικά - nöör, pesusamet, kingapael, pael, juhe, juhtmest, nööri
- κορμοράνος στα εσθονικά - kormoran, ablas isik, kormoranide, kormorani, kormoranidega seonduvate
- κορμοστασιά στα εσθονικά - ehitama, poos, hõljuma, kasvama, kogunema, ehitada, Build, ...
Τυχαίες λέξεις
Κορεσμός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: ülesöömine, üleküllastus, küllastus, küllastumine, küllastuse, küllastumise, küllastust
Μεταφράσεις: ülesöömine, üleküllastus, küllastus, küllastumine, küllastuse, küllastumise, küllastust