Κορεσμός στα τούρκικα
Μετάφραση: κορεσμός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
doyma, doygunluk, doygunluğu, satürasyonu, satürasyon
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κορεσμός
κορεσμός ρήμα, κορεσμός οξυγόνου φυσιολογικές τιμές, κορεσμός τρανσφερρίνης, κορεσμος συνώνυμα, κορεσμός χρώματος, κορεσμός λεξικό γλώσσας τούρκικα, κορεσμός στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- κορδέλα στα τούρκικα - madalya, şerit, kurdele, ribbon, şeridi, şeritli
- κορδόνι στα τούρκικα - ip, sicim, kordon, kablosu, kord, kablosunu, kablosunun
- κορμοράνος στα τούρκικα - karabatak, Cormorant, The Cormorant, Küçük karabatak
- κορμοστασιά στα τούρκικα - kurmak, denge, yapmak, inşa etmek, oluşturun, oluşturabilirsiniz, olarak oluşturabilirsiniz
Τυχαίες λέξεις
Κορεσμός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: doyma, doygunluk, doygunluğu, satürasyonu, satürasyon
Μεταφράσεις: doyma, doygunluk, doygunluğu, satürasyonu, satürasyon