Κότερο στα βουλγαρικά
Μετάφραση: κότερο, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
яхта, едномачтов платноход, платноход, писта разположени
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κότερο
κότερο therapin, κότερο «ηλιάτορας», καμμένος κότερο, κότερο αγορα, κότερο λαζόπουλοσ, κότερο λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κότερο στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- κόστος στα βουλγαρικά - цена, разходите, разходи, на разходите, стойност
- κότα στα βουλγαρικά - корица, кокошка, кокоши, кокоше, кокошката, от кокоше
- κότσος στα βουλγαρικά - кок, кифла, на кок, питка, кравай
- κότσυφας στα βουλγαρικά - кос, Blackbird, косът, Blackbird е, Блекбърд
Τυχαίες λέξεις
Κότερο στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: яхта, едномачтов платноход, платноход, писта разположени
Μεταφράσεις: яхта, едномачтов платноход, платноход, писта разположени