Κότερο στα ιταλικά
Μετάφραση: κότερο, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
panfilo, yacht, sloop, sloop di, corvetta, dello sloop, lo sloop
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κότερο
κότερο therapin, κότερο «ηλιάτορας», καμμένος κότερο, κότερο αγορα, κότερο λαζόπουλοσ, κότερο λεξικό γλώσσας ιταλικά, κότερο στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- κόστος στα ιταλικά - costo, costare, costi, cost, dei costi, costo di
- κότα στα ιταλικά - gallina, hen, di gallina, chioccia, uando
- κότσος στα ιταλικά - ciambella, crocchia, panino, bun, chignon
- κότσυφας στα ιταλικά - merlo, Blackbird, merla, il merlo, del merlo
Τυχαίες λέξεις
Κότερο στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: panfilo, yacht, sloop, sloop di, corvetta, dello sloop, lo sloop
Μεταφράσεις: panfilo, yacht, sloop, sloop di, corvetta, dello sloop, lo sloop