Κότερο στα ολλανδικά

Μετάφραση: κότερο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
jacht, sloep, Sloop, sloepen
Κότερο στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κότερο

κότερο therapin, κότερο «ηλιάτορας», καμμένος κότερο, κότερο αγορα, κότερο λαζόπουλοσ, κότερο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κότερο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κόστος στα ολλανδικά - kosten, de kosten, kosten van, de kosten van, kosten van een
  • κότα στα ολλανδικά - kip, hen, duivin, kippen, pop
  • κότσος στα ολλανδικά - bun, broodje, knot, broodje van, kont
  • κότσυφας στα ολλανδικά - gieteling, merel, Blackbird, de Merel, merel van, van de Merel
Τυχαίες λέξεις
Κότερο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: jacht, sloep, Sloop, sloepen