Κότερο στα δανικά
Μετάφραση: κότερο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
lystbåd, sloop, sløjfetakling, slup, jagten, jagt
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κότερο
κότερο therapin, κότερο «ηλιάτορας», καμμένος κότερο, κότερο αγορα, κότερο λαζόπουλοσ, κότερο λεξικό γλώσσας δανικά, κότερο στα δανικά
Μεταφράσεις
- κόστος στα δανικά - koste, pris, omkostninger, omkostningerne, udgifter
- κότα στα δανικά - høne, hønen, hen
- κότσος στα δανικά - bolle, bun, boller
- κότσυφας στα δανικά - solsort, Blackbird, solsorten, Solsortens, af Blackbird
Τυχαίες λέξεις
Κότερο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: lystbåd, sloop, sløjfetakling, slup, jagten, jagt
Μεταφράσεις: lystbåd, sloop, sløjfetakling, slup, jagten, jagt